στατόλιθος

στατόλιθος
ο, Ν
1. βιολ. στερεός σχηματισμός στο εσωτερικό τής στατοκύστης ο οποίος προέρχεται είτε από κυτταρικό έκκριμα είτε από ενσωμάτωση ξένων σωματιδίων στον βλεννογόνο
2. βοτ. κάθε έγκλειστο στο κυτταρόπλασμα το οποίο κινείται υπό την επίδραση τής βαρύτητας και πιστεύεται ότι παίζει κάποιο ρόλο στη γεωτροπική απόκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. statolith (< στατός + λίθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωτόλιθος — ο, Ν ζωολ. 1. ο στατόλιθος τού έσω ωτός τών σπονδυλοζώων 2. (κατ επέκτ.) ανάλογα συγκρίματα που περιέχονται στις στατοκύστες τών καρκινοειδών και άλλων ασπονδύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. otolith (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίθος). Η λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”